προγύμναση

προγύμναση
η
1. η πράξη του προγυμνάζω, η άσκηση, η γύμναση.
2. παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προγύμναση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προγυμνάζω, άσκηση, γύμναση 2. προετοιμασία μαθητών για εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προγύμνασις, μαρτυρείται από το 1851 στον Ηλ. Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • προπόνηση — η, Ν (αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση τής αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • προάσκηση — η / προάσκησις, ήσεως, Ν Μ [προασκῶ] προκαταρκτική άσκηση, προγύμναση …   Dictionary of Greek

  • προαγών — και προάγων, ωνος, ο, ΝΑ, και προαγώνας Ν (στην αρχ. Αθήνα) η παρουσίαση τής υπόθεσης τών δραμάτων αλλά και τών υποκριτών από τον δραματουργό λίγες μέρες πριν από τη διδασκαλία τών τραγωδιών, η οποία γινόταν στο ωδείο («ὅτ ἧν τῷ Ἀσκληπιῷ ἡ θυσία… …   Dictionary of Greek

  • προαγώνισμα — το, ΝΑ [προαγωνίζομαι] (στην αρχ. Αθήνα και σχετικά με τη διδασκαλία τών δραμάτων, ο προαγών νεοελλ. άσκηση, γύμναση που κάνει κανείς πριν από έναν αγώνα, προγύμναση …   Dictionary of Greek

  • προγύμνασμα — το, ΝΑ [προγυμνάζω] νεοελλ. προγύμναση αρχ. 1. στον πληθ. τὰ προγυμνάσματα προπαρασκευαστικές ασκήσεις για τη γνώση τής θεωρίας τής τέχνης τού λόγου, απαραίτητες για την είσοδο στη σχολή τής ρητορικής 2. (στον πληθ. και ως κύριο όν.)… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή — η, ΝΑ νεοελλ. οικοδομική τεχνική που συνίσταται στην εκτέλεση κατασκευών, κυρίως κτηρίων και γεφυρών, από μέλη στοιχεία προκατασκευασμένα αλλού ή και στον χώρο τού εργοταξίου, όπως είναι λ.χ. τα δάπεδα, οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι μαζί με …   Dictionary of Greek

  • προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… …   Dictionary of Greek

  • κατάρτιση — κατάρτιση, η και καταρτισμός, ο 1. ετοιμασία, σχηματισμός: Ασχολείται με την κατάρτιση προγράμματος. 2. προγύμναση, τελειοποίηση σε γνώσεις: Έχει καλή κατάρτιση στα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”